- ἐρίγδουπος
- ἐρίγδουποςloud-soundingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίγδουπος — ἐρίγδουπος, ον (Α) (κυρίως για έμψυχα) αυτός που βροντά, αυτός που ηχεί, ο βροντώδης («ἐρίγδουποι πόδες ἵππων», Ομ. Ιλ.) βλ. και ερίδουπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γδούπος] … Dictionary of Greek
ἐρίγδουπον — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem acc sg ἐρίγδουπος loud sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριγδούποιο — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριγδούποισι — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριγδούπου — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριγδούπους — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριγδούπων — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγδουπε — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίγδουποι — ἐρίγδουπος loud sounding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίδουπος — ἐρίδουπος, ον (Α) (για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ερίγδουπος*] … Dictionary of Greek